- ἀδιεξίτητος
- ἀδιεξίτητοςthat cannot be exhaustedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιεξίτητος — ἀδιεξίτητος, ον (Α) [διέξειμι] 1. αυτός που δεν μπορεί να τόν διεξέλθει κανείς ή να τόν εξακριβώσει 2. που είναι ακαθόριστης εκτάσεως ή διάρκειας 3. ο δίχως διέξοδο, αδιέξοδος … Dictionary of Greek
ἀδιεξιτήτως — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted adverbial ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξίτητον — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem acc sg ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτοις — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτου — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτους — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτων — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτῳ — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξίτητα — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξίτητοι — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)